- βλητικός
- -ή, -ό (Α βλητικός, -ή, -όν) [βλητός]νεοελλ.1. ο κατάλληλος για βολή2. το θηλ. ως ουσ. η βλητικήσύγχρονη επιστήμη που ασχολείται με τους νόμους κίνησης των βλημάτων, ιδίως αυτών που βάλλονται από πυροβόλα όπλααρχ.(για ζώα) αυτός που έχει την ικανότητα να χτυπάει (και όχι να δαγκώνει) τον εχθρό του.
Dictionary of Greek. 2013.